- βράγχος
- βράγχος, ο (Α)βραχνάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό και συγχρόνως όρο της τεχνικής ορολογίας, άγνωστης ετυμολ. Χωρίς ισχυρή βάση παραμένει ο συσχετισμός με τον αόρ. βραχείνηχήσαι, ψοφήσαι (Ησύχ.) (πρβλ. ήδη ομηρ. βράχε / έβραχε), λ. ονοματοποιημένη. Εμφανής είναι η σημασιολογική και μορφολογική σχέση της λ. με το βρόγχος (πρβλ. και λ. βράγχιον), ενώ είναι δυνατόν να συνδεθεί με το αρχ. ιρλ. brong (a) ide «βράχνιασμα» ή «βραχνός». Σημειώνεται ότι με το βράγχος συνδέεται και η μσν. -νεοελλ. λ. βραχνός, από αρχ. βραγχός «βραχνός» < βράγχος].
Dictionary of Greek. 2013.